lõplik Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
τελικός
vanlig
🇪🇪 Lõplik otsus oli tehtud
🇬🇷 Η τελική απόφαση είχε ληφθεί
🇪🇪 See on lõplik versioon
🇬🇷 Αυτό είναι η τελική έκδοση
|
formell | |
|
οριστικός
vanlig
🇪🇪 Lõplik vastus oli ei
🇬🇷 Η οριστική απάντηση ήταν όχι
🇪🇪 Olen lõplikult otsustanud
🇬🇷 Έχω αποφασίσει οριστικά
|
formell | |
|
απόλυτος
formell
🇪🇪 Lõplik tõde selgub ajapikku
🇬🇷 Η απόλυτη αλήθεια αποκαλύπτεται σταδιακά
🇪🇪 Tema otsus oli lõplik ja resoluutne
🇬🇷 Η απόλυτη απόφαση ήταν οριστική και αποφασιστική
|
litterær | |
|
τελεσίδικος
sjelden
🇪🇪 Kohtu otsus on lõplik
🇬🇷 Η δικαστική απόφαση είναι τελεσίδικη
🇪🇪 Lõplik otsus on seaduse alusel
🇬🇷 Η τελεσίδικη απόφαση βασίζεται στον νόμο
|
juridisk |