落ちる落下転ぶ Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
πέφτω
vanlig
🇯🇵 木から落ちる
🇬🇷 Πέφτω από το δέντρο
🇯🇵 彼は階段から落ちた
🇬🇷 Αυτός έπεσε από τις σκάλες
|
daglig bruk | |
|
κατρακυλώ
uformell
🇯🇵 滑って地面に落ちた
🇬🇷 Κατρακύλησε και έπεσε στο έδαφος
🇯🇵 彼は坂を下って落ちた
🇬🇷 Κατρακύλησε κάτω από τον λόφο
|
dagligdags | |
|
κυλάω
vanlig
🇯🇵 物体が滑る
🇬🇷 Το αντικείμενο κυλάει
🇯🇵 液体が流れ落ちる
🇬🇷 Το υγρό κυλάει
|
teknisk | |
|
περνώ κάτω
sjelden
🇯🇵 橋の下を通る
🇬🇷 Περνώ κάτω από τη γέφυρα
🇯🇵 車が崖から落ちる
🇬🇷 Το αυτοκίνητο περνά κάτω από το γκρεμό
|
formell |