блеене Gresk
3 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
βόσκηση προβάτων
vanlig
🇪🇸 El блеене de las ovejas es tranquilo
🇬🇷 Το βόσκημα των προβάτων είναι ήρεμο
|
uformell | |
|
περίεργη ή επαναλαμβανόμενη φωνή
uformell
🇪🇸 Su блеене me molestaba mucho
🇬🇷 Ο περίεργος ήχος με ενοχλούσε πολύ
|
dagligdags | |
|
μακρόσυρτη, επαναλαμβανόμενη ομιλία
sjelden
🇪🇸 Su блеене en la novela refleja ansiedad
🇬🇷 Το блеене στη νουβέλα αντικατοπτρίζει άγχος
|
litterær |