лопа́та Gresk
3 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
αλέπα
vanlig
🇪🇸 He used a shovel to dig the garden
🇬🇷 Χρησιμοποίησε μια αλέπα για να σκάψει τον κήπο
🇪🇸 The worker carried a shovel
🇬🇷 Ο εργάτης μετέφερε μια αλέπα
|
daglig bruk | |
|
φτυάρι
vanlig
🇪🇸 She bought a new shovel for gardening
🇬🇷 Αγόρασε ένα καινούριο φτυάρι για τον κήπο
🇪🇸 The construction worker used a shovel
🇬🇷 Ο οικοδόμος χρησιμοποίησε ένα φτυάρι
|
standard språk | |
|
σκαλιστήρι
formell
🇪🇸 The archaeologist used a small trowel to uncover artifacts
🇬🇷 Ο αρχαιολόγος χρησιμοποίησε ένα σκαλιστήρι για να αποκαλύψει ευρήματα
🇪🇸 A trowel is essential in masonry work
🇬🇷 Ένα σκαλιστήρι είναι απαραίτητο στη δουλειά με το τούβλο
|
teknisk |