កំអួត Gresk
3 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
sjelden
🇪🇸 Su actitud muestra កំអួត.
🇬🇷 Η συμπεριφορά του δείχνει υπέρμετρο ενθουσιασμό.
|
litterær | |
|
vanlig
🇪🇸 Έδειξε កំអួត κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
🇬🇷 Εκείνος ήταν γεμάτος έντονο ενθουσιασμό κατά την παρουσίαση.
|
daglig bruk | |
|
formell
🇪🇸 Η παρουσίαση ήταν γεμάτη από កំអួត.
🇬🇷 Η ομιλία του χαρακτηρίστηκε από υπερβολικό ενθουσιασμό.
|
formell |