Enighed Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 La enighed es fundamental en un equipo
🇬🇷 Η ομοφωνία είναι θεμελιώδης σε μια ομάδα
🇪🇸 Lograron la enighed en la reunión
🇬🇷 Κατάφεραν την ομοφωνία στη συνάντηση
|
formell | |
|
vanlig
🇪🇸 Hay enighed entre ellos
🇬🇷 Υπάρχει συμφωνία μεταξύ τους
🇪🇸 Finalmente lograron enighed sobre el proyecto
🇬🇷 Τελικά πέτυχαν συμφωνία σχετικά με το έργο
|
daglig bruk | |
|
formell
🇪🇸 La enighed de la comunidad fue esencial para superar la crisis
🇬🇷 Η ενότητα της κοινότητας ήταν ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κρίσης
🇪🇸 Su historia refleja la enighed del país
🇬🇷 Η ιστορία της αντικατοπτρίζει την ενότητα της χώρας
|
litterær | |
|
sjelden
🇪🇸 La enighed en las células es crucial para la función
🇬🇷 Η συμπόρευση των κυττάρων είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία
🇪🇸 Estudiamos la enighed molecular
🇬🇷 Μελετάμε τη συμπόρευση σε μοριακό επίπεδο
|
vitenskapelig |