Fenol Gresk
3 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 El fenol se utiliza en la fabricación de plásticos
🇬🇷 Η φαινόλη χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλαστικών
🇪🇸 El análisis del fenol es importante en química orgánica
🇬🇷 Η ανάλυση της φαινόλης είναι σημαντική στην οργανική χημεία
|
vitenskapelig | |
|
formell
🇪🇸 El fenol es un compuesto químico
🇬🇷 Το φαινόλη είναι μια χημική ένωση
🇪🇸 El proceso de producción de fenol requiere conocimientos especializados
🇬🇷 Η παραγωγική διαδικασία της φαινόλης απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις
|
teknisk | |
|
vanlig
🇪🇸 El olor del fenol puede ser desagradable
🇬🇷 Η μυρωδιά της φαινόλης μπορεί να είναι δυσάρεστη
🇪🇸 El médico le aplicó una solución de fenol durante el tratamiento
🇬🇷 Ο γιατρός του έβαλε μια λύση φαινόλης κατά τη διάρκεια της θεραπείας
|
daglig bruk |