act+or+process+of+dividing+anything Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 La división de las tareas es eficiente
🇬🇷 Ο διαχωρισμός των εργασιών είναι αποτελεσματικός
🇪🇸 La división de la tierra ocurrió en la antigüedad
🇬🇷 Ο διαχωρισμός της γης συνέβη στην αρχαιότητα
|
formell | |
|
vanlig
🇪🇸 El acto de dividir las cosas puede ser difícil
🇬🇷 Ο διαχωρισμός των πραγμάτων μπορεί να είναι δύσκολος
🇪🇸 El proceso de dividir el pastel fue rápido
🇬🇷 Η διαδικασία διαίρεσης της τούρτας ήταν γρήγορη
|
daglig bruk | |
|
formell
🇪🇸 La división celular es fundamental en biología
🇬🇷 Ο κυτταρικός διαχωρισμός είναι θεμελιώδης στη βιολογία
🇪🇸 El proceso de división en matemáticas es esencial
🇬🇷 Η διαδικασία διαίρεσης στα μαθηματικά είναι ουσιώδης
|
teknisk | |
|
vanlig
🇪🇸 El número se divide entre dos
🇬🇷 Ο αριθμός διαιρείται με το δύο
🇪🇸 La tierra se divide en varias regiones
🇬🇷 Η γη διαιρείται σε διάφορες περιοχές
|
contextVerb |