audit Gresk
3 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 El auditor realizó un audit financiero.
🇬🇷 Ο ελεγκτής έκανε έναν οικονομικό έλεγχο.
🇪🇸 El audit de calidad es obligatorio.
🇬🇷 Ο έλεγχος ποιότητας είναι υποχρεωτικός.
|
forretningsmessig | |
|
teknisk
🇪🇸 La empresa audita sus cuentas cada año.
🇬🇷 Η εταιρεία διεξάγει έλεγχο των λογαριασμών της κάθε χρόνο.
🇪🇸 Auditan los procesos para mejorar la eficiencia.
🇬🇷 Διεξάγουν έλεγχο των διαδικασιών για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα.
|
teknisk | |
|
formell
🇪🇸 El audit legal es necesario para cumplir con las normativas.
🇬🇷 Ο έλεγχος λογαριασμών είναι απαραίτητος για τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς.
🇪🇸 El audit de auditoría externa revisa las cuentas.
🇬🇷 Ο εξωτερικός έλεγχος λογαριασμών εξετάζει τους λογαριασμούς.
|
juridisk |