drain Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 The plumber fixed the drain.
🇬🇷 Ο υδραυλικός επισκεύασε το αποστραγγιστικό.
🇪🇸 Water was leaking from the drain.
🇬🇷 Νερό έτρεχε από τον αποχετευτικό σωλήνα.
|
teknisk | |
|
vanlig
🇪🇸 You need to drain the bathtub.
🇬🇷 Πρέπει να αδειάσεις την μπανιέρα.
🇪🇸 They drained the pool after use.
🇬🇷 Άδειασαν την πισίνα μετά τη χρήση.
|
contextVerb | |
|
vanlig
🇪🇸 Check the drain for clogs.
🇬🇷 Έλεγξε την αποστράγγιση για εμπόδια.
🇪🇸 The drain is blocked.
🇬🇷 Ο αγωγός είναι φραγμένος.
|
daglig bruk | |
|
sjelden
🇪🇸 He drained the last drops of water.
🇬🇷 Στράγγισε τις τελευταίες σταγόνες νερού.
🇪🇸 The river drained into the sea.
🇬🇷 Το ποτάμι στραγγίζει στη θάλασσα.
|
litterær |