excusa Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 No le aceptaron la excusa en el trabajo
🇬🇷 Δεν δέχτηκαν την απολογία του στη δουλειά
🇪🇸 Su excusa fue convincente
🇬🇷 Η απολογία του ήταν πειστική
|
formell | |
|
vanlig
🇪🇸 ¿Cuál es tu excusa para no venir?
🇬🇷 Ποια είναι η δικαιολογία σου που δεν ήρθες;
🇪🇸 Siempre da alguna excusa
🇬🇷 Πάντα δίνει κάποια δικαιολογία
|
daglig bruk | |
|
vanlig
🇪🇸 Su excusa no fue suficiente
🇬🇷 Η εξήγησή του δεν ήταν αρκετή
🇪🇸 Necesito una excusa para justificar esto
🇬🇷 Χρειάζομαι μια εξήγηση για να δικαιολογήσω αυτό
|
formell | |
|
vanlig
🇪🇸 Presentar una excusa ante la ley
🇬🇷 Να παρουσιάσει μια απολογία ενώπιον του νόμου
🇪🇸 La excusa del acusado fue aceptada
🇬🇷 Η απολογία του κατηγορουμένου έγινε αποδεκτή
|
juridisk |