ferma Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 Su determinación es firme
🇬🇷 Η αποφασιστικότητά του είναι σταθερή
🇪🇸 La firma en el contrato fue firme
🇬🇷 Η υπογραφή στο συμβόλαιο ήταν σταθερή
|
formell | |
|
vanlig
🇪🇸 Él tiene una postura firme
🇬🇷 Εκείνος έχει μια σταθερή στάση
🇪🇸 El suelo está firme
🇬🇷 Το έδαφος είναι σταθερό
|
daglig bruk | |
|
sjelden
🇪🇸 Su firmeza en la lucha inspiró a muchos
🇬🇷 Η επιμονή του στον αγώνα ενέπνευσε πολλούς
🇪🇸 Su postura firme fue admirable
🇬🇷 Η επιμονή του ήταν αξιέπαινη
|
litterær | |
|
formell
🇪🇸 La estructura es firme y segura
🇬🇷 Η κατασκευή είναι σταθερή και ασφαλής
🇪🇸 El soporte es firme
🇬🇷 Ο υποστηρικτικός άξονας είναι σταθερός
|
teknisk |