incorrectamente Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
λανθασμένα
vanlig
🇪🇸 Lo hizo incorrectamente
🇬🇷 Το έκανε λανθασμένα
🇪🇸 Se equivocó incorrectamente
🇬🇷 Έκανε λάθος λανθασμένα
|
daglig bruk | |
|
ακατάλληλα
formell
🇪🇸 Procedió incorrectamente
🇬🇷 Προχώρησε ακατάλληλα
🇪🇸 Correctamente sería diferente
🇬🇷 Το σωστό θα ήταν διαφορετικό
|
formell | |
|
ανάρμοστα
sjelden
🇪🇸 Cometió errores incorrectamente
🇬🇷 Έκανε σφάλματα ανάρμοστα
🇪🇸 Su comportamiento fue incorrectamente
🇬🇷 Η συμπεριφορά του ήταν ανάρμοστη
|
litterær | |
|
λανθασμένα
vanlig
🇪🇸 El sistema funciona incorrectamente
🇬🇷 Το σύστημα λειτουργεί λανθασμένα
🇪🇸 Se detectó que la información fue incorrectamente
🇬🇷 Εντοπίστηκε ότι οι πληροφορίες ήταν λανθασμένα
|
teknisk |