krank Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 Estoy krank y no puedo ir al trabajo
🇬🇷 Είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να πάω στη δουλειά
🇪🇸 Se siente krank después de la fiesta
🇬🇷 Νιώθει άρρωστος μετά το πάρτι
|
daglig bruk | |
|
vanlig
🇪🇸 Está krank y necesita descansar
🇬🇷 Είναι άρρωστος και χρειάζεται ξεκούραση
🇪🇸 El paciente está krank y debe ser atendido
🇬🇷 Ο ασθενής είναι άρρωστος και πρέπει να του δοθεί φροντίδα
|
formell | |
|
formell
🇪🇸 El krank requiere atención especial
🇬🇷 Ο άρρωστος χρειάζεται ειδική φροντίδα
🇪🇸 En el hospital hay muchos kranks
🇬🇷 Στο νοσοκομείο υπάρχουν πολλοί ασθενείς
|
medisinsk | |
|
sjelden
🇪🇸 Su espíritu krank reflejaba su dolor
🇬🇷 Το πνεύμα του ήταν άρρωστο και αντανακλούσε τον πόνο του
🇪🇸 La historia describe a un héroe krank y vulnerable
🇬🇷 Η ιστορία περιγράφει έναν ήρωα άρρωστο και ευάλωτο
|
litterær |