penn Gresk

4 oversettelser
Oversettelse Kontekst Lyd
vanlig
🇪🇸 El pen fue dejado en la mesa
🇬🇷 Το στυλό αφήθηκε στο τραπέζι
🇪🇸 Necesito un pen para firmar
🇬🇷 Χρειάζομαι ένα στυλό για να υπογράψω
formell
vanlig
🇪🇸 ¿Puedes pasarme el pen?
🇬🇷 Μπορείς να μου δώσεις το στυλό;
🇪🇸 Compré un nuevo pen
🇬🇷 Αγόρασα ένα καινούργιο στυλό
daglig bruk
vanlig
🇪🇸 Escribe con un pen
🇬🇷 Γράψε με ένα μολύβι
🇪🇸 Perdí mi pen en la mochila
🇬🇷 Χάσα το μολύβι μου στην τσάντα μου
uformell
sjelden
🇪🇸 El artista usó un pen para caligrafía
🇬🇷 Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε καλλιτεχνικό πενάκι για καλλιγραφία
🇪🇸 Para detalles precisos, usa un pen técnico
🇬🇷 Για ακριβείς λεπτομέρειες, χρησιμοποίησε καλλιτεχνικό πενάκι
teknisk