rette Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 El juez dictó una rette en el proceso
🇬🇷 Ο δικαστής εξέδωσε μια απόφαση στη διαδικασία
🇪🇸 La retta escolar se paga mensualmente
🇬🇷 Η σχολική τάξη πληρώνεται μηνιαίως
|
formell | |
|
vanlig
🇪🇸 Sigue esa rette para llegar a casa
🇬🇷 Ακολούθησε αυτή την κατεύθυνση για να φτάσεις στο σπίτι
🇪🇸 La rette del camino está señalada
🇬🇷 Η κατεύθυνση του δρόμου είναι σημαδεμένη
|
daglig bruk | |
|
sjelden
🇪🇸 En matemáticas, la rette representa una línea
🇬🇷 Στα μαθηματικά, η πρόταση αντιπροσωπεύει μια ευθεία γραμμή
🇪🇸 La rette en geometría es una línea recta
🇬🇷 Η πρόταση στη γεωμετρία είναι μια ευθεία γραμμή
|
vitenskapelig | |
|
vanlig
🇪🇸 Tengo una rette para este fin de semana
🇬🇷 Έχω ένα σχέδιο για αυτό το Σαββατοκύριακο
🇪🇸 ¿Cuál es la rette para mejorar?
🇬🇷 Ποιο είναι το σχέδιο για να βελτιωθούμε;
|
dagligdags |