split Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
διάλειμμα
vanlig
🇪🇸 Vamos a hacer un split para descansar un momento
🇬🇷 Θα κάνουμε ένα διάλειμμα για να ξεκουραστούμε λίγο
🇪🇸 El split en el entrenamiento es importante
🇬🇷 Το διάλειμμα στην προπόνηση είναι σημαντικό
|
daglig bruk | |
|
σχισμός
formell
🇪🇸 El split de la roca fue peligroso
🇬🇷 Ο σχισμός στον βράχο ήταν επικίνδυνος
🇪🇸 El proceso de split en química
🇬🇷 Η διαδικασία σχισμού στη χημεία
|
teknisk | |
|
σπάσιμο
vanlig
🇪🇸 El split de la propiedad
🇬🇷 Το σπάσιμο της ιδιοκτησίας
🇪🇸 El contrato de split
🇬🇷 Η συμφωνία διαχωρισμού
|
juridisk | |
|
διαχωρισμός
vanlig
🇪🇸 El split de las tareas
🇬🇷 Ο διαχωρισμός των εργασιών
🇪🇸 El split de clases
🇬🇷 Ο διαχωρισμός των τάξεων
|
formell |