wahon Gresk
4 oversettelser
| Oversettelse | Kontekst | Lyd |
|---|---|---|
|
vanlig
🇪🇸 El wahon crece en el jardín
🇬🇷 Ο θάμνος μεγαλώνει στον κήπο
🇪🇸 Cuidamos el wahon en primavera
🇬🇷 Φροντίζουμε τον θάμνο την άνοιξη
|
daglig bruk | |
|
sjelden
🇪🇸 El poeta comparó su alma con un wahon
🇬🇷 Ο ποιητής έφερε τη ψυχή του σε σύγκριση με φύλλωνα
🇪🇸 En la novela, el wahon simboliza la esperanza
🇬🇷 Στο μυθιστόρημα, ο φύλλωνας συμβολίζει την ελπίδα
|
litterær | |
|
vanlig
🇪🇸 El anciano llevaba un wahon para caminar
🇬🇷 Ο ηλικιωμένος κρατούσε ένα μπαστούνι για περπάτημα
🇪🇸 El wahon es un apoyo durante la caminata
🇬🇷 Το μπαστούνι είναι στήριγμα κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας
|
formell | |
|
sjelden
🇪🇸 El wahon se usaba en las batallas antiguas
🇬🇷 Το όπλο πολέμου χρησιμοποιούνταν σε παλαιές μάχες
🇪🇸 Los guerreros empuñaban el wahon en combate
🇬🇷 Οι πολεμιστές κρατούσαν το όπλο πολέμου στη μάχη
|
contextHistorical |