působit Gresk

4 oversettelser
Oversettelse Kontekst Lyd
vanlig
🇨🇿 Tato látka působí jako antiseptikum.
🇬🇷 Αυτή η ουσία δρα ως αντισηπτικό.
🇨🇿 Jeho přítomnost působí uklidňující dojem.
🇬🇷 Η παρουσία του δημιουργεί καταπραϋντική εντύπωση.
daglig bruk
vanlig
🇨🇿 Tento zákon bude působit od příštího roku.
🇬🇷 Αυτός ο νόμος θα ισχύσει από το επόμενο έτος.
🇨🇿 Vliv této politiky působí na celou společnost.
🇬🇷 Ο αντίκτυπος αυτής της πολιτικής επηρεάζει ολόκληρη την κοινωνία.
formell
formell
🇨🇿 Tento materiál působí jako izolátor.
🇬🇷 Αυτή η ύλη λειτουργεί ως μονωτικό υλικό.
🇨🇿 Elektrické pole působí na částice v rámci zařízení.
🇬🇷 Το ηλεκτρικό πεδίο δρα πάνω στα σωματίδια εντός της συσκευής.
teknisk
sjelden
🇨🇿 Jeho slova působí dojmem tajemného příběhu.
🇬🇷 Τα λόγια του δημιουργούν την αίσθηση ενός μυστηριώδους παραμυθιού.
🇨🇿 Krajina působí dojmem klidného ústraní.
🇬🇷 Το τοπίο αποπνέει την αίσθηση ήρεμης απομόνωσης.
litterær